ὅταν

ὅταν
ὅταν, for ὅτ' ἄν ([etym.] ὅτε ἄν) as sts. in codd.: Adv. of Time,
A whenever, with a conditional force, so as nearly to = ἐάν (v.

εἰ B.

II), referring to an indef. future (cf.

ὅτε A.

I. IC), Il.1.519, etc.; also of events like ly to recur, 2.397, IG12.97.9, etc.: also in [dialect] Ep.

ὅτε κεν Il.1.567

, 6.225: strengthd.,

ὅ. περ S.OC301

, Pl.R.565a, 565d: repeated for rhet. effect,

ὅ. ὡς ὑβρίζων, ὅ. ὡς ἐχθρὸς ὑπάρχων, ὅ. κονδύλοις, ὅ. ἐπὶ κόρρης D.21.72

.
b later causal, since, ὅταν . . ᾖ since it is, Arist.Mu.395a19, cf. D.Chr.7.105, Porph.Gaur.11.2; in earlier examples the application to the particular case is less directly expressed, καὶ τοῦτο τυφλὸν ὅταν ἐγὼ βλέπω βραχύ this too (viz. my staff) is blind when I am (= when its owner is) short-sighted, E.Ion 744, cf. S.Aj.137 (anap.), Pl.Sph.241a, Din.3.9.
2 never with ind. in early authors, exc. in Od.10.410, ὡς δ' ὅταν . . σκαίρουσι (s. v. l.); in 24.88, ὅτε κεν . . ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα; and in Il.12.41, ὡς δ' ὅτ' ἂν ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι . . στοέφεται (ἔναντα κύνεσσι cj. Monro): but freq. in LXX with [tense] impf. ind., as

ὅταν εἰσήρχετο Ge.38.9

, cf. Plb.4.32.5, Ev.Marc.3.11: also with [tense] aor. ind., LXX Ex.16.3, Apoc.8.1: with [tense] fut. ind.,

ὅταν ἕξουσι Apollod.Poliorc.187.12

; ὅταν ὄψεσθε (v.l. ὄψησθε) Ev.Luc. 13.28: with [tense] pres. ind.,

ὅταν δείκνυται Str.12.3.27

(s. v.l.): generally, ὅταν supersedes ὅτε in Hellenistic Greek.
3 never with opt. in early authors, exc. in orat. obliq., where in orat. recta the subj. with ὅταν would have stood, as perh. A.Pers.450 may be expld. (ὅτ' ἐκνεῶν Elmsl.); ὅτε κεν folld. by ἵκοι, Il.9.525.
II Special usages:
1 to introduce a simile, 10.5, Od.5.394.
2 πρίν γ' ὅ., = πρίν γε ἢ ὅ. (v.

ὅτε A. 11.2

), 2.374.
3 εἰς ὅτε κεν until such time as . . , ib.99, 19.144.
4 ὅ. τάχιστα, Lat. cum primum, Ar.Th.1205, X.Cyr.4.5.33;

ὅ. πρῶτον Pl.Ly.211b

. [ὅτᾱν only in later Poetry, Lyr.Alex. Adesp.37.17.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὅταν — whenever indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …   Dictionary of Greek

  • όταν — σύνδ. χρον.: Όταν έρθει, όταν φύγει, όταν φυλαχτεί κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αφάνεια — Όταν ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν τον θάνατό του, ο θάνατος αυτού του προσώπου θεωρείται αποδεδειγμένος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις που δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα, ο θάνατος ενός προσώπου είναι σφόδρα …   Dictionary of Greek

  • χὤταν — ὅταν , ὅταν whenever indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὥταν — ὅταν , ὅταν whenever indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληπασαλήδες — Όταν τα σουλτανικά στρατεύματα σκότωσαν τον Αλή πασά στα Γιάννενα, οι Έλληνες που υπηρετούσαν στην αυλή του Αλή έμειναν χωρίς αφεντικό. Τότε κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήραν μέρος στον Αγώνα. Οι υπόλοιποι Έλληνες τους αποκαλούσαν α …   Dictionary of Greek

  • ὅτανπερ — ὅταν whenever indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”